Απόλυτη ησυχία στο δωμάτιο. Για μια ακόμη φορά. Είχε σβήσει το φως και καθόταν μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Τι περίμενε; Τι θα μπορούσε να περιμένει άραγε; Να ξεχαστεί, να ξεχάσει και τον πόνο. Μανία αυτός ο πόνος. Δεν έλεγε να αποχωρήσει, να μην βασανίζει ένα κορμί, αλλά να μην βασανίζεται και ο ίδιος ο πόνος. Κάθε μέρα πάλευε αυτός με τον πόνο, ο πόνος με τα παυσίπονα. Και φυσικά την πλήρωνε ο λήπτης των παυσιπόνων.
Α, ωραία έκφραση. Του φάνηκε ποιητική. Μόνο που δεν ήταν. Ο κλαυσίγελως του έρωτα. Άλλη μια περίεργη έκφραση. Πώς του ήρθε; Σημαίνει άραγε κάτι; Περίεργα παιχνίδια του μυαλού μέσα στη σκοτεινή νύχτα.
Παίζοντας με τις λέξεις και τον πόνο θυμήθηκε ξαφνικά ένα παλιό επεισόδιο. Ήταν πάλι βράδυ. Χτύπησε το τηλέφωνο. Η Λ. Η τρίτη Λ που θυμόταν. Είχε τρομερό πονοκέφαλο. Ημικρανία; Είχε και περίοδο του είπε. Της ερχόταν να ... Μα τι να την κάνει αυτός; Κανένα παυσίπονο δεν την έπιανε. Της είπε λοιπόν πρακτικές οδηγίες:
-βγες έξω, πάνε μια βόλτα στην παραλία σας, τέτοια ώρα δεν θα έχει κόσμο, ανασαινε βαθιά και κοίτα τα αστέρια. Κάτσε δίπλα στη θάλασσα, άκουγε τον φλοίσβο και μέτρα όσα περισσότερα αστέρια μπορείς. Αν βρεις, πιες και ένα χυμό ή καλύτερα νερό.
-Όταν συνέλθεις τηλεφώνησε μου. Όποια ώρα και να είναι.
Και πράγματι. Κάποια στιγμή ξαναχτύπησε το τηλέφωνο.
-Είσαι ο καλύτερος του είπε. Μου έφυγε ο πόνος. Ηρέμησα. Σου χρωστάω ένα ακριβό κέρασμα. Πάρε επιτέλους την απόφαση κι έλα στο νησι μας. Θα σε φιλοξενήσω εγώ. Τόσο σπίτι έχουμε.
Πράγματι έπρεπε να πάει τότε. Το να αναβάλλεις για αργότερα είναι βασικό λάθος. Ποτέ δεν ξέρεις αν το αύριο θα σου επιτρέπει το ταξίδι. Και ήταν τόσο όμορφο το νησί.
- Κάποτε θα έρθω της είπε. Τώρα στείλε μου ένα καλό παλιό κρασί Robola. Να πιω στη υγεία σου.
Και όμως το έστειλε. Ένα καλάθι με τα υπέροχα αυτά κρασιά. Και μια υπογραφή: Πενθεσίλεια. Προτιμούσε πάντα το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Αυτό με το οποίο υπέγραφε τα υπέροχα κείμενα της.
Πενθεσίλεια, η γοητευτική βασίλισσα των Αμαζόνων. Που πήγε να πολεμήσει τον Αχιλλέα, αλλά δεν κατάφερε να τον εξοντώσει. Το κοντάρι της έσπασε δύο φορές πάνω στην ασπίδα του. Και ο Αχιλλέας την κάρφωσε ο ίδιος με το σπαθί του. Συγχρόνως της έβγαλε τη μάσκα που φορούσε. Για να δει με ποια πολεμούσε . Και τότε γεννήθηκε ο μεγαλύτερος κεραυνοβόλος έρωτας της μυθολογίας μας. Ήταν τόσο όμορφη η Πενθεσίλεια. Τα δύο βλέμματα συναντήθηκαν στιγμιαία κι αυτό έφτανε. Η έκρηξη των αισθημάτων. Όμως η μία πέθαινε, ο άλλος ακίνητος δεν πίστευε το κακό που έκανε. Έμεινε στην ιστορία ο έρωτας αυτός. Μάλιστα όταν ένας στρατιώτης του Αχιλλέα είδε τη μονομαχία πήγε να βοηθήσει και επιτέθηκε στην Πενθεσίλεια. Τότε ο Αχιλλέας έξαλλος και παθιασμένος με αυτό που έχασε σηκώθηκε και εκτέλεσε τον στρατιώτη του.
Έρως ανίκατε μάχαν.