Περπατούσα αργά, νωχελικά θα έλεγα στο κέντρο της πόλης, του όμορφου νησιού. Η βραδιά ήταν γλυκιά, φυσούσε ελαφρό αεράκι που έκοβε λίγο την αφόρητη ζέστη της μέρας. Ξάφνου άκουσα κλάματα. Γύρισα το κεφάλι. Στα σκαλάκια ενός σπιτιού (βίλα πρέπει να ήταν), ένα ζευγάρι νέα παιδιά. Αυτός, όρθιος, ψηλός με μια έκδηλη αμηχανία στο πρόσωπο. Αυτή καθιστή με το κεφάλι στα γόνατα να κλαίει γοερά. Η σκηνή ήταν προφανές τι δήλωνε. Τα παιδιά είχαν χωρίσει. Τη λυπήθηκα πραγματικά τη μικρή. Αν μπορούσα να παρέμβω θα τους έλεγα πολλά.
Ότι ο έρωτας είναι πάντα καταστροφικός. Πάντα ληξιπρόθεσμος. Ότι δεν τελειώνει ποτέ ήρεμα. Όμως μαζί του δεν τελειώνει η ζωή. Αντίθετα, είναι ευκαιρία για μια νέα ζωή. Μια νέα αρχή. Ίσως καλύτερη. Ίσως και χειρότερη. Κύκλος είναι η ζωή. Θα τους έλεγα ότι δεν αξίζει ποτέ και για τίποτε να κλαις για κανέναν άνδρα και για καμμιά γυναίκα. ΠΟΤΕ. ΑΠΟΛΥΤΟ. Δεν θα με καταλάβαινε κανείς τους όμως.
Περπάτησα σιωπηλός. Σκεφτόμουν τα νιάτα μου. Όταν ήρθα στο νησί νέος, με όνειρα, με φιλοδοξίες. Με έναν έρωτα (;) να φλογίζει την καρδιά μου. Και παντρεύτηκα. Όμως η ζωή τα θέλει αλλοιώς. Φύγαμε από το νησί. Έφυγαν και οι έρωτες. Και ήρθε το τέλμα. Και περπατώ τώρα μόνος.
Αλλά θα έπρεπε να πω και κάτι άλλο στα παιδιά. Ότι ο άνθρωπος δεν βάζει μυαλό. Γιατί σ’ αυτή την ηλικία, τη δικιά μου, ξαναέκλαψα για έναν άλλο έρωτα, πιο ισχυρό, πιο δολοφονικό, πιο αποσυνθετικό. Που μέσα από τη μέθη της ευτυχίας οδήγησε στον γνωστό δρόμο. Της καταστροφικής αποδόμησης.
Τι να καταλάβουν λοιπόν τα παιδιά; Όταν οι μεγάλοι, οι μορφωμένοι, οι έμπειροι δήθεν της ζωής δεν καταλαβαίνουν τα ίδια ακριβώς πράγματα.
Ένα ίσως οφείλουμε να αντιληφθούμε. Ότι η ζωή είναι στιγμές. Μόνο στιγμές. Αυτές πρέπει να ζούμε.
Ότι ο έρωτας είναι πάντα καταστροφικός. Πάντα ληξιπρόθεσμος. Ότι δεν τελειώνει ποτέ ήρεμα. Όμως μαζί του δεν τελειώνει η ζωή. Αντίθετα, είναι ευκαιρία για μια νέα ζωή. Μια νέα αρχή. Ίσως καλύτερη. Ίσως και χειρότερη. Κύκλος είναι η ζωή. Θα τους έλεγα ότι δεν αξίζει ποτέ και για τίποτε να κλαις για κανέναν άνδρα και για καμμιά γυναίκα. ΠΟΤΕ. ΑΠΟΛΥΤΟ. Δεν θα με καταλάβαινε κανείς τους όμως.
Περπάτησα σιωπηλός. Σκεφτόμουν τα νιάτα μου. Όταν ήρθα στο νησί νέος, με όνειρα, με φιλοδοξίες. Με έναν έρωτα (;) να φλογίζει την καρδιά μου. Και παντρεύτηκα. Όμως η ζωή τα θέλει αλλοιώς. Φύγαμε από το νησί. Έφυγαν και οι έρωτες. Και ήρθε το τέλμα. Και περπατώ τώρα μόνος.
Αλλά θα έπρεπε να πω και κάτι άλλο στα παιδιά. Ότι ο άνθρωπος δεν βάζει μυαλό. Γιατί σ’ αυτή την ηλικία, τη δικιά μου, ξαναέκλαψα για έναν άλλο έρωτα, πιο ισχυρό, πιο δολοφονικό, πιο αποσυνθετικό. Που μέσα από τη μέθη της ευτυχίας οδήγησε στον γνωστό δρόμο. Της καταστροφικής αποδόμησης.
Τι να καταλάβουν λοιπόν τα παιδιά; Όταν οι μεγάλοι, οι μορφωμένοι, οι έμπειροι δήθεν της ζωής δεν καταλαβαίνουν τα ίδια ακριβώς πράγματα.
Ένα ίσως οφείλουμε να αντιληφθούμε. Ότι η ζωή είναι στιγμές. Μόνο στιγμές. Αυτές πρέπει να ζούμε.