- Αγόρι μου, για να απολαύσεις τον έρωτα πρέπει πρώτα να τον νοιώσεις. Πρέπει να πονέσεις. Κι έπειτα θα γευτείς τη γλύκα.
Την κοίταξε. Την γνώριζε πολλά χρόνια αλλά πρώτη φορά την παρατηρούσε τόσο. Το μισό πρόσωπο της ήταν καλυμμένο από το πλούσιο ριχτό μαλλί της. Είχε μια έκφραση δυνατή, επίμονη. Αποφασιστική θα έλεγε. Το βλέμμα της ήταν ανακατεμένο με επιθυμίες και υποσχέσεις. Αλλά μαζί αχνόφεγγε κι ένας δισταγμός. Ίσως μια πικρία. Ήταν το "πρέπει" που μάλωνε με το "θέλω".
-Τι ακριβώς εννοείς; της είπε.
- Είσαι πολύ έξυπνος και πρέπει να καταλαβαίνεις τι εννοώ.
Κι όμως αυτή τη φορά ο Πέτρος βρέθηκε ανέτοιμος. Την κοίταξε
βαθιά. Με απορία.
-Σε βλέπω ιδιαίτερα ανήσυχο σήμερα, συνέχισε η Νίκη. Είσαι
κάπως αναστατωμένος. Στριφογυρνάς, αναζητάς με το βλέμμα, φαίνεται να
οργίζεσαι. Κάτι πρέπει να συμβαίνει. Σίγουρα είσαι ερωτευμένος. Και είναι ωραίο να είσαι ερωτευμένος.
-Ο έρωτας είναι το αντίδοτο της μοναξιάς και του θανάτου.
Είναι η ίδια η ζωή, της απάντησε.
Η Νίκη του έσφιξε το χέρι. Απαλά και ίσως τρυφερά.
-Ο έρωτας έχει διακυμάνσεις. Έτσι
πρέπει να είναι ο αληθινός έρωτας. Έχει κορυφές και βυθούς. Κι εσύ τώρα είσαι
στον βυθό. Ή μάλλον λίγο πάνω από το
βυθό. Αρχίζεις να ξανα-ανεβαίνεις.
Ο Πέτρος τρόμαξε.
Ήξερε ή ψάρευε; Πάντως είχε κάνει απόλυτα σωστή διάγνωση. Ο Πέτρος μόλις είχε ξεπεράσει μια θυελλώδη
συνάντηση. Που έβγαινε από τα σπλάγχνα μιας σφοδρής, θολής και βροχερής μέρας. Του θύμιζε φθινοπωρινό Λονδίνο. Ο Πέτρος περίμενε όλη μέρα ζητώντας και
αναζητώντας. Αλλά δεν βρήκε τίποτε. Τίποτε στον ορίζοντα. Πως όμως να φανεί
ορίζοντας μέσα από το πέπλο της βροχής; Και τα χαράματα της άλλης μέρας ήρθε η
συνάντηση. Άγρια, απειλητική, αληθινή,
ψεύτικη; Ποιος ξέρει; Δικαιολογίες, υποσχέσεις, όρκοι. Τα
συνηθισμένα των γυναικών. Αλήθειες και ψέματα μπερδεμένα με φιλιά.
Όμως τι είναι η αλήθεια στον έρωτα; Και ποιο είναι το ψέμα;
Υπάρχει άραγε διάκριση; Μήπως ο έρωτας
είναι ολόκληρος ένα μεγάλο ψέμα; Μια φαντασίωση δυο ανθρώπων που κάποια στιγμή
βρέθηκαν να κολυμπούν στην ίδια θάλασσα; Και νόμισαν ότι τα κοράλλια και οι
ακρογιαλιές φτιάχτηκαν μόνο γι αυτούς; Πως να της πει
ότι ήταν ερωτευμένος; Πως να ομολογήσει κάτι που προσπαθούσε να το κρατήσει
κρυφό; Αλλά ποιος είπε ότι ο έρωτας μπορεί να κρυφτεί;
- Ο έρωτας, αγόρι μου, φαίνεται
παντού, συνέχισε η Νίκη. Στα μάτια, στις κινήσεις, στο πως περπατάς, πως μιλάς.
Ακόμη στο πως κάθεσαι.
-Πονάει, είπε ο Πέτρος. Πονάει
πολύ.
-Δεν πειράζει. Είναι ο πιο γλυκός
πόνος στη ζωή. Μη φοβάσαι. Ζήσε τον.
-Μίλησε μου σε παρακαλώ, της είπε
ο Πέτρος. Πες μου ότι θέλεις. Πνίγομαι και μου ΄ρχεται να κλάψω.
Βρισκόντουσαν σε μια εκδήλωση και
η μουσική έπαιζε. Συγκυριακά θές, επίτηδες θές, τα τραγούδια έφερναν θύμησες
και λύπες. Ο Πέτρος ένοιωθε να τον γρατσουνάει ένα μαχαίρι στην καρδιά. Δεν
είχε ηρεμήσει ακόμη.
Η Νίκη άρχισε να του μιλά.
Συνέχεια. Για πολλά. Για βιβλία, για φιλοσοφία, για τη ζωή. Ο Πέτρος άκουγε.
Δεν πίστευε ότι ήταν τόσο ολοκληρωμένη, τόσο συναισθηματική, τόσο διαβασμένη.
Είχαν ξεχάσει τον κόσμο γύρω τους, δεν άκουγαν καν τη μουσική.
-Εσύ καλά είσαι του είπε κάποια
στιγμή. Πονάς, δεν πονάς, είσαι
ερωτευμένος. Εγώ νοιώθω ότι δεν ζω. Νοιώθω ότι έχω πεθάνει από τα σαράντα μου.
Θέλω να ερωτευθώ. Να έχω έναν σκοπό.
Έναν άντρα που θα με σκέπτεται. Που θα με φροντίζει. Βαρέθηκα να αλλάζω πάνες
και να ταΐζω. Βαρέθηκα να μην νοιάζεται κανείς για το τι φοράω, για το πως
χτενίζομαι, για το αν υπάρχω. Θέλω να βρω κάποιον που να τον κοιτάζω στα μάτια
και να λιώνω. Να με πάρει σ' ένα βουνό και να κάνουμε άγριο έρωτα. Μέσα στο
δάσος. Οι δυο μας. Θέλω να με φιλάει και να λιποθυμώ. Θέλω να με κρατάει από το
χέρι και να χάνομαι. Σε κόσμους ονειρικούς, υπερβατικούς.
Ο Πέτρος άκουγε. Ήταν η κραυγή
μιας γυναίκας που δεν είχε ζήσει. Που απλώς λαθροβιούσε. Όπως πλήθος γυναικών.
Που απλά ζητούσε κάτι άλλο. Τι ζητούσε; Μα την ίδια τη ζωή. Μια σταγόνα πνοής.
Να ξεφύγει. Από το μηδέν του πουθενά. Να νοιώσει το καυτό χάδι του έρωτα. Να
νοιώσει την ανατριχίλα της παρανομίας. Να κάνει αυτό που δεν της επέτρεπαν τα «χρηστά ήθη» της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας
αποστεωμένης, υποκριτικής, εγκληματικά «ηθικής».
-Πέτρο, με καταλαβαίνεις; Είπε η
Νίκη.
Ο Πέτρος καταλάβαινε πολύ καλά.
Αλλά τι μπορούσε να κάνει; Πως μπορούσε
να βοηθήσει. Ήταν κι αυτός σε ανάλογη κατάσταση. Ερωτευμένος, βαθιά και ατελείωτα.
Και πώς να το πει; Πώς να της πει τη σχέση του;
Ένας τρίτος θα τον μακάριζε. Μια σχέση που οι άλλοι θα την έλεγαν τέλεια. Θα ΄πρεπε να ήταν
ευτυχισμένος. Γιατί αν η Νίκη λαχταρούσε για το ελάχιστο, αυτός είχε το πολύ.
Λαχταρούσε όμως για το όλο. Οι άνθρωποι βλέπεις ποτέ δεν είναι ευχαριστημένοι.
Η Νίκη τον κοίταξε σιωπηλά.
΄Εντονα. Πιθανόν να ήξερε, πιθανόν όχι. Όμως καταλάβαινε.
-Ζήσε τη στιγμή, του είπε. Ρούφηξε
τα πάντα. Μην είσαι αχάριστος στα δώρα της ζωής.
Ο Πέτρος της έστειλε ένα ευχαριστώ με τα μάτια. Δεν
μπορούσε να μιλήσει. Ένοιωθε πως θα δάκρυζε. Θυμόταν όμως πολύ καλά τον στίχο
της μεγάλης καλλιτέχνιδας: «οι άνδρες δεν κλαίνε..»
Εκείνη την ώρα η ορχήστρα άρχισε
ένα ζεϊμπέκικο. Η Νίκη σαν να είχε ξυπνήσει από τον λήθαργο, τον άρπαξε από το
χέρι.
-Απαιτώ να με συνοδέψεις.
Έτρεξαν στην πίστα. Ο Πέτρος στα γόνατα
χτυπούσε αφηνιασμένα παλαμάκια και αυτή χόρεψε ένα άγριο, παθιασμένο χορό. Με
ένταση και αλλοτριωμένη έκφραση.
Κυριολεκτικά το ζούσε. Όταν τελείωσε, τον κοίταξε και μούσκεμα από τον
ιδρώτα του είπε:
-Είναι άδικο να δίνεις αυτά που
έχεις, μόνο σε μια μεριά...
ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου