Τα λεωφορεία λίγα, πάνε έλα. Άδεια γενικώς. Τα ταξί λίγα κι αυτά. Νύχτα. Ποιοι ταξιδεύουν νύχτα; Ελάχιστοι και οι επιβάτες που περίμεναν. Αυτός τι περίμενε, σε ένα άδειο κυκλικό κενό; Κενό-πράγματι, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Νύχτα, κακός σύμβουλος. Νόμιζε ότι θα έπεφτε ο θόλος στο κεφάλι του. Κοίταζε απέναντι, χωρίς να βλέπει. Κοίταζε αδιάφορα. Απλά στιγμές-στιγμές πρόβαλαν περίεργες εικόνες. Προσπαθούσε να βγάλει άκρη. Να βάλει μία τάξη, να θυμηθεί. Ενοιωθε μια οργή. Παλιά ή τωρινή;. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. Ξαφνικά άκουσε κίνηση. Κάτι θα έφτασε φαίνεται. Νεαροί και νεαρές κατέβαιναν με μια βαλιτσούλα στο χέρι. Φοιτητές και φοιτητριούλες μέσα στη νύχτα. Κάτι του ήρθε στη θύμηση. Ασαφές. Κάτι που φαινόταν να έχει σχέση με φοιτητές. Δεν μπορούσε να εντοπίσει γιατί συνοδευόταν από μια αρνητική ενέργεια. Ήταν οι εικόνες, ήταν οι θύμησες, κάτι που ερχόταν κι έφευγε. Μπερδεμένα όλα.
Ξαφνικά ησυχία και πάλι. Έφυγαν όλοι. Δύο τρεις έμειναν σ΄ αυτό το κυκλικό χάος. Χαμήλωσαν και τα φώτα. Ίσως του φάνηκε. Αφαιρέθηκε σκεπτόμενος. Λίγο σα να χάθηκε. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε ένα χέρι στον ώμο του. Τινάχτηκε. Τον είχε πάρει ο ύπνος. Ήταν ο φύλακας της ασφάλειας.
- Κύριε, του είπε. Κοιμηθήκατε. Είναι πολύ αργά. Δεν μπορείτε να μείνετε εδώ. Πρέπει να φύγετε.
Τον κοίταξε σιωπηλός και απορημένος. Αλήθεια, τι ήθελε εκεί αυτός;
- Που μένετε κύριε; ρώτησε ο φύλακας. Πώς θα πάτε;. Να φωνάξω ένα ταξί; Εδώ δεν έχει πια τέτοια ώρα.
Τον κοίταξε ξανά σιωπηλός, νυσταγμένος και απορημένος.
- Ταξί; Όχι. Θα πάρω το αυτοκίνητό μου. Κάπου έξω το έχω.
- Θα σας πάω μέχρις εκεί είπε ο φύλακας.
- Ευχαριστώ.
Κοίταξε γύρω του.
- ΔΕΝ ΗΡΘΕ, μουρμούρισε. Ούτε σήμερα.
Και ξεκίνησε να φύγει.
Ιχν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου