Η βροχή ατελείωτη. Άνοιξαν οι ουρανοί. Το κρύο τσουχτερό. Κολλημένος στο σώμα θέρμανσης προσπαθούσε να ζεσταθεί.
Σκέφτηκε το γατί. Τη γατούλα που του κρατούσε συντροφιά. Το είχε στη βεράντα, σε ειδικό κουβούκλιο, κουβέρτα από κάτω, κουβέρτα σκεπασμένο, οι τέντες κατεβασμένες. Δεν έφτανε η βροχή. Θα μπορούσε να το έχει μέσα στο σπίτι, αλλά δεν το ήθελε η γάτα. Γινόταν ανήσυχη και τριγύριζε. Έψαχνε το έξω πάντα. Τη βεράντα, τον κήπο, τα δέντρα.
Ομως σήμερα ο καιρός ήταν δύσκολος. Έπρεπε να το προστατεύσει το γατί. Βγήκε έξω και με προσοχή έφερε τη γάτα στο δωμάτιο. Στη ζέστη. Με τις δύο κουβερτούλες της. Η γατούλα από τη ζέστη, χαλάρωσε και ηρέμησε. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Αυτός και η γάτα. Τι βλέμμα είχε το ζώο. Μπορεί μια γάτα να κοιτά με ευγνωμοσύνη; Και όμως μπορεί. Αυτό έβγαινε από τα μάτια και το βλέμμα του τρυφερού ζώου. Ένα βλέμμα που δύσκολα ίσως θα εισέπραττες από άνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου